τρίμοιρος

τρίμοιρος
-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τρία μέρη, τριπλός («τρίμοιρον χλαῑναν ἐξηύχει λαβών», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. δί-μοιρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρίμοιρον — τρίμοιρος threefold masc/fem acc sg τρίμοιρος threefold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

  • τρίμορος — ον, Α τρίμοιρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μόρος (< μόρος), πρβλ. τετρά μορος] …   Dictionary of Greek

  • τριμοιρία — ἡ, Α [τρίμοιρος] 1. τριπλός μισθός 2. τόξο τριών μοιρών …   Dictionary of Greek

  • τριμοιρίτης — ὁ, Α αυτός που λαμβάνει τρία μερίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίμοιρος + κατάλ. ίτης*] …   Dictionary of Greek

  • τριμοιριαίος — αία, ον, Α αυτός που συμποσούται σε τρία τέταρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίμοιρος + κατάλ. ιαῖος*] …   Dictionary of Greek

  • τριμοιρώ — έω, Μ [τρίμοιρος] περιορίζω στο ένα τρίτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”